ανεόρταστος
Смотреть что такое "ανεόρταστος" в других словарях:
ἀνεόρταστος — without holidays masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεόρταστος — η, ο (Α ἀνεόρταστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε γιορτή αρχ. ο χωρίς γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («βίος ἀνεόρταστος») … Dictionary of Greek
ανεόρταστος — η, ο αυτός που δε γιορτάστηκε, αγιόρταστος: Ο άγιος αυτός είναι ανεόρταστος, γι αυτό δεν τον ξέρει ο κόσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεόρταστον — ἀνεόρταστος without holidays masc/fem acc sg ἀνεόρταστος without holidays neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεορτάστους — ἀνεόρταστος without holidays masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Beta — Beta Inhaltsverzeichnis 1 Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
απανδόκευτος — ἀπανδόκευτος ( ον) (Α) [πανδοκεύω] αυτός που δεν έχει πανδοχείο για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», Δημόκρ.) … Dictionary of Greek